- μονοπυρήνωση
- Οξεία ίωση, που χαρακτηρίζεται από υψηλό πυρετό, πονόλαιμο, διόγκωση των λεμφαδένων (ειδικά του λαιμού) και ένα μεγάλο αριθμό ανώμαλων λευκών αιμοσφαιρίων.
* * *ηιατρ. λευκοκυττάρωση, κατά την οποία κυριαρχεί στο αίμα η αύξηση τών μονοπύρηνων λευκοκυττάρων σε σχέση με τα πολυπύρηνα.
Dictionary of Greek. 2013.